- ἀρρυσίαστος
- ἀρρῡσίαστος, ον,A not carried off as a hostage, A.Supp.610; not liable to distraint, D.H.6.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αρρυσίαστος — ἀρρυσίαστος, ον (Α) [ρυσιάζω] αυτός που δεν έχει ή είναι αδύνατον να αιχμαλωτιστεί … Dictionary of Greek
ἀρρυσίαστος — not carried off as a hostage masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρυσίαστον — ἀρρυσίαστος not carried off as a hostage masc/fem acc sg ἀρρυσίαστος not carried off as a hostage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀρρυσιάστους — ἀρρυσιάστους , ἀρρυσίαστος not carried off as a hostage masc/fem acc pl ἐρρυσιάστους , ἐρρυσίαστος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)